- γρίνια
- γρινιάζω κ.λπ.βλ. γκρίνια, γκρινιάζω κ.λπ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γρίνια — η βλ. γκρίνια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γκρίνια — και γρίνα και γρίνια, η 1. παράπονο, μεμψιμοιρία 2. διχόνοια, διαμάχη, διαπληκτισμός (φρ., «η φτώχεια φέρνει γκρίνια») 3. το συνεχές κλαψούρισμα τών μωρών. [ΕΤΥΜΟΛ. < (διαλεκτικό ιταλ.) grigna] … Dictionary of Greek